σφονδυλοδίνητος

σφονδυλοδίνητος
-ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη τού σφονδύλου, τού σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο-δίνητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφονδυλοδινήτῳ — σφονδυλοδῑνήτῳ , σφονδυλοδίνητος twirled by the spindle s whorl masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”